- καταγιγνώσκω
- (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω)1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο(α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.)2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ.)μσν.-αρχ.παρατηρώ κάτι, αντιλαμβάνομαι («καταγνοὺς τοῡ γέροντος τοὺς τρόπους», Αριστοφ.)αρχ.1. γνωρίζω κάτι ακριβώς2. αποδίδω κάτι σε κάποιον («πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας», Πλάτ.)3. φρ. «καταγιγνώσκω δίκην» — εκδίδω απόφαση σε βάρος κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.